κερατοειδής

κερατοειδής
-ές (ΑΜ κερατοειδής, -ές)
1. αυτός που έχει σχήμα κέρατος, αυτός που μοιάζει με το κέρατο ως προς το σχήμα («α. κερατοειδεῑς γωνίαι» β. «το κερατοειδὲς τῆς σελήνης»)
2. φρ. ανατ. «κερατοειδής χιτώνας» — ή «κερατοειδής υμένας» — ο εμπρόσθιος εξώτατος ινώδης διαφανής χιτώνας τού οφθαλμού
νεοελλ.
1. όμοιος με κέρατο ως προς τη σύσταση
2. εκείνος που συνίσταται από κερατίνη
3. φρ. a) «κερατοειδής στιβάδα τής επιδερμίδας» — η επιφανειακή στιβάδα τής επιδερμίδας, που αποτελείται από κύτταρα τα οποία αποβάλλονται και ανανεώνονται από νέα τής αμέσως κατώτερης στιβάδας
β) «κερατοειδής χόνδρος» — ο καθένας από τους μικρούς αγγιστροειδείς χόνδρους οι οποίοι σχηματίζουν την κορυφή τών αρυταινοειδών χόνδρων τού λάρυγγα
γ) «κερατοειδής απαγωγός» — είδος αλεξικέραυνου το οποίο χρησιμοποιείται για την προστασία τών ηλεκτρικών γραμμών από τις ατμοσφαιρικές ηλεκτρικές εκκενώσεις
αρχ.
αυτός που ηχεί σαν κέρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας, -τος + -ειδής (< εἶδος). Ως επιστημον. όρος είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. cornea].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κερατοειδής — like horn masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερατοειδής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή 1. αυτός που μοιάζει στο σχήμα με κέρατο: Η παράταξη ήταν κερατοειδής. 2. «κερατοειδής χιτώνας του ματιού», ο εξωτερικός διαφανής υμένας του ματιού που φράζει το μπροστινό άνοιγμα του σκληρού χιτώνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κερατοειδῆ — κερατοειδής like horn neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) κερατοειδής like horn masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) κερατοειδής like horn masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερατοειδεῖ — κερατοειδής like horn masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) κερατοειδής like horn masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερατοειδεῖς — κερατοειδής like horn masc/fem acc pl κερατοειδής like horn masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερατοειδές — κερατοειδής like horn masc/fem voc sg κερατοειδής like horn neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερατοειδοῦς — κερατοειδής like horn masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερατοειδῶς — κερατοειδής like horn adverbial (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάτι — Το αισθητήριο όργανο της όρασης, με το οποίο γίνεται αντιληπτό το φως, το σχήμα και το χρώμα των φωτιζόμενων αντικειμένων. Ο άνθρωπος φέρει δύο οφθαλμικούς βολβούς, οι οποίοι καταλαμβάνουν τις οφθαλμικές κόγχες. Έχουν χαρακτηριστικό σφαιροειδές… …   Dictionary of Greek

  • -ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”